- Ἀντιόχος
- Ἀντιόχοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀντίοχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Ευαγγελάτος, Αντίοχος — (Ληξούρι 1904 – Αθήνα 1981). Μουσουργός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς επίσης φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης στη Λειψία. Παράλληλα, σπούδασε μουσική στο Κρατικό Ωδείο της Λειψίας και υπήρξε μαθητής του αρχιμουσικού Φέλιξ… … Dictionary of Greek
Στρατήγιος, Αντίοχος — Μοναχός του 7ου αι., που έζησε στα Ιεροσόλυμα. Έγραψε Πανδέκτη, χωρισμένο σε 130 κεφάλαια, με διάφορα θέματα αντλημένα από την Αγία Γραφή. Ο Πανδέκτης ενσωματώθηκε την Πατρολογία. Σώζεται στα αραβικά και στα γεωργιανά, μετάφραση έργου του για την … Dictionary of Greek
Φιλόπαππος, Γάιος Ιούλιος Αντίοχος — Συριακής καταγωγής, εγγονός του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. Μεταξύ 75 – 76 και 87 – 88 μ.Χ., υπήρξε αγωνοθέτης στην Αθήνα και Αθηναίος πολίτης. Από αυτόν πήρε το όνομά του ο λόφος των Μουσών που βρίσκεται απέναντι … Dictionary of Greek
κἀντίοχος — Ἀντίοχος , Ἀντίοχος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιόχοιο — Ἀντίοχος masc gen sg (epic) Ἀντιόχος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιόχοις — Ἀντίοχος masc dat pl Ἀντιόχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιόχου — Ἀντίοχος masc gen sg Ἀντιόχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιόχους — Ἀντίοχος masc acc pl Ἀντιόχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)